Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
ὑποβιβρώσκομαι
ὑποβινητιάω
ὑπόβλαισος
ὑποβλαστάνω
ὑποβλάττα
ὑποβλεπτικῶς
ὑποβλέπω
ὑποβλέφαρα
ὑποβλήδην
ὑπόβλημα
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβλίττω
ὑποβλώψ
View word page
ὑποβλαστάνω
grow from below

ShortDef

grow from below

Debugging

Headword:
ὑποβλαστάνω
Headword (normalized):
ὑποβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
υποβλαστανω
IDX:
91509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91510
Key:

Data

{'content': 'grow from below'}