Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
ὑποβιβρώσκομαι
ὑποβινητιάω
ὑπόβλαισος
ὑποβλαστάνω
ὑποβλάττα
ὑποβλεπτικῶς
ὑποβλέπω
ὑποβλέφαρα
View word page
ὑποβιβασμός
a carrying off downwards, purging

ShortDef

a carrying off downwards, purging

Debugging

Headword:
ὑποβιβασμός
Headword (normalized):
ὑποβιβασμός
Headword (normalized/stripped):
υποβιβασμος
IDX:
91503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91504
Key:

Data

{'content': 'a carrying off downwards, purging'}