Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
ὑποβιβρώσκομαι
ὑποβινητιάω
ὑπόβλαισος
ὑποβλαστάνω
ὑποβλάττα
ὑποβλεπτικῶς
ὑποβλέπω
View word page
ὑποβιβάζω
to bring down
ShortDef
to bring down
Debugging
Headword:
ὑποβιβάζω
Headword (normalized):
ὑποβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
υποβιβαζω
IDX:
91502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91503
Key:
Data
{'content': 'to bring down'}