Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
ὑποβιβρώσκομαι
ὑποβινητιάω
ὑπόβλαισος
ὑποβλαστάνω
ὑποβλάττα
ὑποβλεπτικῶς
View word page
ὑποβήσσω
to have a slight cough

ShortDef

to have a slight cough

Debugging

Headword:
ὑποβήσσω
Headword (normalized):
ὑποβήσσω
Headword (normalized/stripped):
υποβησσω
IDX:
91501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91502
Key:

Data

{'content': 'to have a slight cough'}