Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
ὑποβιβρώσκομαι
ὑποβινητιάω
ὑπόβλαισος
ὑποβλαστάνω
ὑποβλάττα
View word page
ὑποβένθιος
under the depths

ShortDef

under the depths

Debugging

Headword:
ὑποβένθιος
Headword (normalized):
ὑποβένθιος
Headword (normalized/stripped):
υποβενθιος
IDX:
91500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91501
Key:

Data

{'content': 'under the depths'}