Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
ὑποβιβρώσκομαι
ὑποβινητιάω
ὑπόβλαισος
ὑποβλαστάνω
View word page
ὑποβεβηκότως
downwards, by a non-recurring succession

ShortDef

downwards, by a non-recurring succession

Debugging

Headword:
ὑποβεβηκότως
Headword (normalized):
ὑποβεβηκότως
Headword (normalized/stripped):
υποβεβηκοτως
IDX:
91499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91500
Key:

Data

{'content': 'downwards, by a non-recurring succession'}