Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
ὑποβιβρώσκομαι
ὑποβινητιάω
ὑπόβλαισος
View word page
ὑποβδύλλω
break wind secretly

ShortDef

break wind secretly

Debugging

Headword:
ὑποβδύλλω
Headword (normalized):
ὑποβδύλλω
Headword (normalized/stripped):
υποβδυλλω
IDX:
91498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91499
Key:

Data

{'content': 'break wind secretly'}