Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόβακχος
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
ὑποβιβρώσκομαι
ὑποβινητιάω
View word page
ὑποβατήρ
pedestal

ShortDef

pedestal

Debugging

Headword:
ὑποβατήρ
Headword (normalized):
ὑποβατήρ
Headword (normalized/stripped):
υποβατηρ
IDX:
91497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91498
Key:

Data

{'content': 'pedestal'}