Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
ὑποβιβρώσκομαι
View word page
ὑποβαστακτήρ
underbearer

ShortDef

underbearer

Debugging

Headword:
ὑποβαστακτήρ
Headword (normalized):
ὑποβαστακτήρ
Headword (normalized/stripped):
υποβαστακτηρ
IDX:
91496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91497
Key:

Data

{'content': 'underbearer'}