Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
View word page
ὑποβαστάζω
bear from under, underprop

ShortDef

bear from under, underprop

Debugging

Headword:
ὑποβαστάζω
Headword (normalized):
ὑποβαστάζω
Headword (normalized/stripped):
υποβασταζω
IDX:
91495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91496
Key:

Data

{'content': 'bear from under, underprop'}