Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
View word page
ὑποβάσκανος
somewhat envious

ShortDef

somewhat envious

Debugging

Headword:
ὑποβάσκανος
Headword (normalized):
ὑποβάσκανος
Headword (normalized/stripped):
υποβασκανος
IDX:
91494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91495
Key:

Data

{'content': 'somewhat envious'}