Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβάθρα
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
View word page
ὑπόβασις
a going down: a crouching down

ShortDef

a going down: a crouching down

Debugging

Headword:
ὑπόβασις
Headword (normalized):
ὑπόβασις
Headword (normalized/stripped):
υποβασις
IDX:
91493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91494
Key:

Data

{'content': 'a going down: a crouching down'}