Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπνώω
ὑπό
ὑποακραῖος
ὑποάμουσος
ὑποβάθρα
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
View word page
ὑποβάπτω
dip
ShortDef
dip
Debugging
Headword:
ὑποβάπτω
Headword (normalized):
ὑποβάπτω
Headword (normalized/stripped):
υποβαπτω
IDX:
91489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91490
Key:
Data
{'content': 'dip'}