Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὑποακραῖος
ὑποάμουσος
ὑποβάθρα
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβδύλλω
View word page
ὑποβάλλω
to throw, put
ShortDef
to throw, put
Debugging
Headword:
ὑποβάλλω
Headword (normalized):
ὑποβάλλω
Headword (normalized/stripped):
υποβαλλω
IDX:
91488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91489
Key:
Data
{'content': 'to throw, put'}