Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὑποακραῖος
ὑποάμουσος
ὑποβάθρα
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
View word page
ὑπόβακχος
under the influence of Bacchus, frenzied
ShortDef
under the influence of Bacchus, frenzied
Debugging
Headword:
ὑπόβακχος
Headword (normalized):
ὑπόβακχος
Headword (normalized/stripped):
υποβακχος
IDX:
91487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91488
Key:
Data
{'content': 'under the influence of Bacchus, frenzied'}