Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπνώδης
ὑπνωδία
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὑποακραῖος
ὑποάμουσος
ὑποβάθρα
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβαστάζω
View word page
ὑποβαίνω
to go under, fall below, stand back
ShortDef
to go under, fall below, stand back
Debugging
Headword:
ὑποβαίνω
Headword (normalized):
ὑποβαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποβαινω
IDX:
91485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91486
Key:
Data
{'content': 'to go under, fall below, stand back'}