Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνωδία
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὑποακραῖος
ὑποάμουσος
ὑποβάθρα
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
View word page
ὑπόβαθρον
footstool
ShortDef
footstool
Debugging
Headword:
ὑπόβαθρον
Headword (normalized):
ὑπόβαθρον
Headword (normalized/stripped):
υποβαθρον
IDX:
91484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91485
Key:
Data
{'content': 'footstool'}