Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπνοφόρος
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνωδία
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὑποακραῖος
ὑποάμουσος
ὑποβάθρα
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
View word page
ὑποβάθρα
plinth, pedestal
ShortDef
plinth, pedestal
Debugging
Headword:
ὑποβάθρα
Headword (normalized):
ὑποβάθρα
Headword (normalized/stripped):
υποβαθρα
IDX:
91483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91484
Key:
Data
{'content': 'plinth, pedestal'}