Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπνοποιός
ὕπνος
Ὑπνοτράπεζος
ὑπνοφανής
ὑπνοφόβης
ὑπνοφόρος
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνωδία
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὑποακραῖος
ὑποάμουσος
ὑποβάθρα
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλλω
View word page
ὑπνωτικός
inclined to sleep, sleepy, drowsy
ShortDef
inclined to sleep, sleepy, drowsy
Debugging
Headword:
ὑπνωτικός
Headword (normalized):
ὑπνωτικός
Headword (normalized/stripped):
υπνωτικος
IDX:
91478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91479
Key:
Data
{'content': 'inclined to sleep, sleepy, drowsy'}