Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕπνον
ὑπνοποιέω
ὑπνοποιός
ὕπνος
Ὑπνοτράπεζος
ὑπνοφανής
ὑπνοφόβης
ὑπνοφόρος
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνωδία
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὑποακραῖος
ὑποάμουσος
ὑποβάθρα
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
View word page
ὑπνωδία
sleepiness, drowsiness

ShortDef

sleepiness, drowsiness

Debugging

Headword:
ὑπνωδία
Headword (normalized):
ὑπνωδία
Headword (normalized/stripped):
υπνωδια
IDX:
91476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91477
Key:

Data

{'content': 'sleepiness, drowsiness'}