Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπνομαχέω
ὕπνον
ὑπνοποιέω
ὑπνοποιός
ὕπνος
Ὑπνοτράπεζος
ὑπνοφανής
ὑπνοφόβης
ὑπνοφόρος
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνωδία
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὑποακραῖος
ὑποάμουσος
ὑποβάθρα
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
View word page
ὑπνώδης
sleepy, drowsy

ShortDef

sleepy, drowsy

Debugging

Headword:
ὑπνώδης
Headword (normalized):
ὑπνώδης
Headword (normalized/stripped):
υπνωδης
IDX:
91475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91476
Key:

Data

{'content': 'sleepy, drowsy'}