Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπνηλός
ὑπνηρός
ὑπνίδιος
ὑπνίζω
ὑπνικός
ὑπνοδότειρα
ὑπνοδότης
ὑπνομαχέω
ὕπνον
ὑπνοποιέω
ὑπνοποιός
ὕπνος
Ὑπνοτράπεζος
ὑπνοφανής
ὑπνοφόβης
ὑπνοφόρος
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνωδία
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
View word page
ὑπνοποιός
causing sleep

ShortDef

causing sleep

Debugging

Headword:
ὑπνοποιός
Headword (normalized):
ὑπνοποιός
Headword (normalized/stripped):
υπνοποιος
IDX:
91468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91469
Key:

Data

{'content': 'causing sleep'}