Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπναπάτης
ὑπνηλός
ὑπνηρός
ὑπνίδιος
ὑπνίζω
ὑπνικός
ὑπνοδότειρα
ὑπνοδότης
ὑπνομαχέω
ὕπνον
ὑπνοποιέω
ὑπνοποιός
ὕπνος
Ὑπνοτράπεζος
ὑπνοφανής
ὑπνοφόβης
ὑπνοφόρος
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνωδία
ὑπνώσσω
View word page
ὑπνοποιέω
cause
ShortDef
cause
Debugging
Headword:
ὑπνοποιέω
Headword (normalized):
ὑπνοποιέω
Headword (normalized/stripped):
υπνοποιεω
IDX:
91467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91468
Key:
Data
{'content': 'cause'}