Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπναλέος
ὑπναπάτης
ὑπνηλός
ὑπνηρός
ὑπνίδιος
ὑπνίζω
ὑπνικός
ὑπνοδότειρα
ὑπνοδότης
ὑπνομαχέω
ὕπνον
ὑπνοποιέω
ὑπνοποιός
ὕπνος
Ὑπνοτράπεζος
ὑπνοφανής
ὑπνοφόβης
ὑπνοφόρος
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνωδία
View word page
ὕπνον
lichen

ShortDef

lichen

Debugging

Headword:
ὕπνον
Headword (normalized):
ὕπνον
Headword (normalized/stripped):
υπνον
IDX:
91466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91467
Key:

Data

{'content': 'lichen'}