Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπίχνιος
ὑπναλέος
ὑπναπάτης
ὑπνηλός
ὑπνηρός
ὑπνίδιος
ὑπνίζω
ὑπνικός
ὑπνοδότειρα
ὑπνοδότης
ὑπνομαχέω
ὕπνον
ὑπνοποιέω
ὑπνοποιός
ὕπνος
Ὑπνοτράπεζος
ὑπνοφανής
ὑπνοφόβης
ὑπνοφόρος
ὑπνόω
ὑπνώδης
View word page
ὑπνομαχέω
to fight with sleep, withstand sleep

ShortDef

to fight with sleep, withstand sleep

Debugging

Headword:
ὑπνομαχέω
Headword (normalized):
ὑπνομαχέω
Headword (normalized/stripped):
υπνομαχεω
IDX:
91465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91466
Key:

Data

{'content': 'to fight with sleep, withstand sleep'}