Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕπισχνος
ὑπίσχομαι
ὑπίχνιος
ὑπναλέος
ὑπναπάτης
ὑπνηλός
ὑπνηρός
ὑπνίδιος
ὑπνίζω
ὑπνικός
ὑπνοδότειρα
ὑπνοδότης
ὑπνομαχέω
ὕπνον
ὑπνοποιέω
ὑπνοποιός
ὕπνος
Ὑπνοτράπεζος
ὑπνοφανής
ὑπνοφόβης
ὑπνοφόρος
View word page
ὑπνοδότειρα
she that gives sleep

ShortDef

she that gives sleep

Debugging

Headword:
ὑπνοδότειρα
Headword (normalized):
ὑπνοδότειρα
Headword (normalized/stripped):
υπνοδοτειρα
IDX:
91463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91464
Key:

Data

{'content': 'she that gives sleep'}