Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπήχησις
ὑπίλλω
ὑπισχνέομαι
ὕπισχνος
ὑπίσχομαι
ὑπίχνιος
ὑπναλέος
ὑπναπάτης
ὑπνηλός
ὑπνηρός
ὑπνίδιος
ὑπνίζω
ὑπνικός
ὑπνοδότειρα
ὑπνοδότης
ὑπνομαχέω
ὕπνον
ὑπνοποιέω
ὑπνοποιός
ὕπνος
Ὑπνοτράπεζος
View word page
ὑπνίδιος
drowsy

ShortDef

drowsy

Debugging

Headword:
ὑπνίδιος
Headword (normalized):
ὑπνίδιος
Headword (normalized/stripped):
υπνιδιος
IDX:
91460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91461
Key:

Data

{'content': 'drowsy'}