Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπηχέω
ὑπήχησις
ὑπίλλω
ὑπισχνέομαι
ὕπισχνος
ὑπίσχομαι
ὑπίχνιος
ὑπναλέος
ὑπναπάτης
ὑπνηλός
ὑπνηρός
ὑπνίδιος
ὑπνίζω
ὑπνικός
ὑπνοδότειρα
ὑπνοδότης
ὑπνομαχέω
ὕπνον
ὑπνοποιέω
ὑπνοποιός
ὕπνος
View word page
ὑπνηρός
drowsiness
ShortDef
drowsiness
Debugging
Headword:
ὑπνηρός
Headword (normalized):
ὑπνηρός
Headword (normalized/stripped):
υπνηρος
IDX:
91459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91460
Key:
Data
{'content': 'drowsiness'}