Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπήτριον
ὑπηχέω
ὑπήχησις
ὑπίλλω
ὑπισχνέομαι
ὕπισχνος
ὑπίσχομαι
ὑπίχνιος
ὑπναλέος
ὑπναπάτης
ὑπνηλός
ὑπνηρός
ὑπνίδιος
ὑπνίζω
ὑπνικός
ὑπνοδότειρα
ὑπνοδότης
ὑπνομαχέω
ὕπνον
ὑπνοποιέω
ὑπνοποιός
View word page
ὑπνηλός
drowsy

ShortDef

drowsy

Debugging

Headword:
ὑπνηλός
Headword (normalized):
ὑπνηλός
Headword (normalized/stripped):
υπνηλος
IDX:
91458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91459
Key:

Data

{'content': 'drowsy'}