Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπηρετητέος
ὑπηρετικός
ὑπηρέτις
ὑπήτιον
ὑπήτριον
ὑπηχέω
ὑπήχησις
ὑπίλλω
ὑπισχνέομαι
ὕπισχνος
ὑπίσχομαι
ὑπίχνιος
ὑπναλέος
ὑπναπάτης
ὑπνηλός
ὑπνηρός
ὑπνίδιος
ὑπνίζω
ὑπνικός
ὑπνοδότειρα
ὑπνοδότης
View word page
ὑπίσχομαι
take upon oneself, undertake, promise
ShortDef
take upon oneself, undertake, promise
Debugging
Headword:
ὑπίσχομαι
Headword (normalized):
ὑπίσχομαι
Headword (normalized/stripped):
υπισχομαι
IDX:
91454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91455
Key:
Data
{'content': 'take upon oneself, undertake, promise'}