Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιπροσβάλλομαι
ἀντιπρόσειμι
ἀντιπροσελαύνω
ἀντιπροσέρχομαι
ἀντιπροσκαλέομαι
ἀντιπροσκρίνω
ἀντιπροσκυνέω
ἀντιπρόσοψις
ἀντιπροσφέρω
ἀντιπροσφθέγγομαι
ἀντιπρόσωπος
ἀντιπρότασις
ἀντιπροτείνω
ἀντιπροτίθημι
ἀντιπροφέρω
ἀντίπρῳρος
ἀντιπταίω
ἀντίπτωμα
ἀντίπτωσις
ἀντιπτωτικός
ἀντίπυγος
View word page
ἀντιπρόσωπος
with the face towards, facing
ShortDef
with the face towards, facing
Debugging
Headword:
ἀντιπρόσωπος
Headword (normalized):
ἀντιπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
αντιπροσωπος
IDX:
9144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9145
Key:
Data
{'content': 'with the face towards, facing'}