Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπηρέμα
ὑπηρεσία
ὑπηρέσιον
ὑπηρετέω
ὑπηρέτημα
ὑπηρέτης
ὑπηρέτησις
ὑπηρετητέον
ὑπηρετητέος
ὑπηρετικός
ὑπηρέτις
ὑπήτιον
ὑπήτριον
ὑπηχέω
ὑπήχησις
ὑπίλλω
ὑπισχνέομαι
ὕπισχνος
ὑπίσχομαι
ὑπίχνιος
ὑπναλέος
View word page
ὑπηρέτις
servant (f.)

ShortDef

servant (f.)

Debugging

Headword:
ὑπηρέτις
Headword (normalized):
ὑπηρέτις
Headword (normalized/stripped):
υπηρετις
IDX:
91446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91447
Key:

Data

{'content': 'servant (f.)'}