Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπηνόβιος
ὑπηοῖος
ὑπηρέμα
ὑπηρεσία
ὑπηρέσιον
ὑπηρετέω
ὑπηρέτημα
ὑπηρέτης
ὑπηρέτησις
ὑπηρετητέον
ὑπηρετητέος
ὑπηρετικός
ὑπηρέτις
ὑπήτιον
ὑπήτριον
ὑπηχέω
ὑπήχησις
ὑπίλλω
ὑπισχνέομαι
ὕπισχνος
ὑπίσχομαι
View word page
ὑπηρετητέος
one must serve
ShortDef
one must serve
Debugging
Headword:
ὑπηρετητέος
Headword (normalized):
ὑπηρετητέος
Headword (normalized/stripped):
υπηρετητεος
IDX:
91444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91445
Key:
Data
{'content': 'one must serve'}