Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπήνεμος
ὑπήνη
ὑπηνήτης
ὑπηνόβιος
ὑπηοῖος
ὑπηρέμα
ὑπηρεσία
ὑπηρέσιον
ὑπηρετέω
ὑπηρέτημα
ὑπηρέτης
ὑπηρέτησις
ὑπηρετητέον
ὑπηρετητέος
ὑπηρετικός
ὑπηρέτις
ὑπήτιον
ὑπήτριον
ὑπηχέω
ὑπήχησις
ὑπίλλω
View word page
ὑπηρέτης
(an under-rower); a servant
ShortDef
(an under-rower); a servant
Debugging
Headword:
ὑπηρέτης
Headword (normalized):
ὑπηρέτης
Headword (normalized/stripped):
υπηρετης
IDX:
91441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91442
Key:
Data
{'content': '(an under-rower); a servant'}