Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπήκοος
ὑπήλατος
ὑπηλιφής
ὑπημάτιος
ὑπηνέμιος
ὑπήνεμος
ὑπήνη
ὑπηνήτης
ὑπηνόβιος
ὑπηοῖος
ὑπηρέμα
ὑπηρεσία
ὑπηρέσιον
ὑπηρετέω
ὑπηρέτημα
ὑπηρέτης
ὑπηρέτησις
ὑπηρετητέον
ὑπηρετητέος
ὑπηρετικός
ὑπηρέτις
View word page
ὑπηρέμα
softly, gently

ShortDef

softly, gently

Debugging

Headword:
ὑπηρέμα
Headword (normalized):
ὑπηρέμα
Headword (normalized/stripped):
υπηρεμα
IDX:
91436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91437
Key:

Data

{'content': 'softly, gently'}