Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπευθυντηρία
ὑπευλαβέομαι
ὑπευνάομαι
ὑπεφηβαρχέω
ὑπέχω
ὑπηέριος
ὑπηθέω
ὑπήκοον
ὑπήκοος
ὑπήλατος
ὑπηλιφής
ὑπημάτιος
ὑπηνέμιος
ὑπήνεμος
ὑπήνη
ὑπηνήτης
ὑπηνόβιος
ὑπηοῖος
ὑπηρέμα
ὑπηρεσία
ὑπηρέσιον
View word page
ὑπηλιφής
pitched, caulked
ShortDef
pitched, caulked
Debugging
Headword:
ὑπηλιφής
Headword (normalized):
ὑπηλιφής
Headword (normalized/stripped):
υπηλιφης
IDX:
91428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91429
Key:
Data
{'content': 'pitched, caulked'}