Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεύδιος
ὑπεύθυνος
ὑπευθυντηρία
ὑπευλαβέομαι
ὑπευνάομαι
ὑπεφηβαρχέω
ὑπέχω
ὑπηέριος
ὑπηθέω
ὑπήκοον
ὑπήκοος
ὑπήλατος
ὑπηλιφής
ὑπημάτιος
ὑπηνέμιος
ὑπήνεμος
ὑπήνη
ὑπηνήτης
ὑπηνόβιος
ὑπηοῖος
ὑπηρέμα
View word page
ὑπήκοος
giving ear, listening to

ShortDef

giving ear, listening to

Debugging

Headword:
ὑπήκοος
Headword (normalized):
ὑπήκοος
Headword (normalized/stripped):
υπηκοος
IDX:
91426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91427
Key:

Data

{'content': 'giving ear, listening to'}