Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπετυμολογέω
ὑπεύδιος
ὑπεύθυνος
ὑπευθυντηρία
ὑπευλαβέομαι
ὑπευνάομαι
ὑπεφηβαρχέω
ὑπέχω
ὑπηέριος
ὑπηθέω
ὑπήκοον
ὑπήκοος
ὑπήλατος
ὑπηλιφής
ὑπημάτιος
ὑπηνέμιος
ὑπήνεμος
ὑπήνη
ὑπηνήτης
ὑπηνόβιος
ὑπηοῖος
View word page
ὑπήκοον
horned cummin, Hypecoum procumbens
ShortDef
horned cummin, Hypecoum procumbens
Debugging
Headword:
ὑπήκοον
Headword (normalized):
ὑπήκοον
Headword (normalized/stripped):
υπηκοον
IDX:
91425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91426
Key:
Data
{'content': 'horned cummin, Hypecoum procumbens'}