Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερωρόφιος
ὑπερωτάω
ὑπερώτησις
ὑπεσθίω
ὑπεσταλμένως
ὑπετυμολογέω
ὑπεύδιος
ὑπεύθυνος
ὑπευθυντηρία
ὑπευλαβέομαι
ὑπευνάομαι
ὑπεφηβαρχέω
ὑπέχω
ὑπηέριος
ὑπηθέω
ὑπήκοον
ὑπήκοος
ὑπήλατος
ὑπηλιφής
ὑπημάτιος
ὑπηνέμιος
View word page
ὑπευνάομαι
in wedlock with
ShortDef
in wedlock with
Debugging
Headword:
ὑπευνάομαι
Headword (normalized):
ὑπευνάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπευναομαι
IDX:
91420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91421
Key:
Data
{'content': 'in wedlock with'}