Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρωρος
ὑπερωρόφιος
ὑπερωτάω
ὑπερώτησις
ὑπεσθίω
ὑπεσταλμένως
ὑπετυμολογέω
ὑπεύδιος
ὑπεύθυνος
ὑπευθυντηρία
ὑπευλαβέομαι
ὑπευνάομαι
ὑπεφηβαρχέω
ὑπέχω
ὑπηέριος
ὑπηθέω
ὑπήκοον
ὑπήκοος
ὑπήλατος
ὑπηλιφής
ὑπημάτιος
View word page
ὑπευλαβέομαι
to be somewhat afraid

ShortDef

to be somewhat afraid

Debugging

Headword:
ὑπευλαβέομαι
Headword (normalized):
ὑπευλαβέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπευλαβεομαι
IDX:
91419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91420
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat afraid'}