Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερωμίας
ὑπερωνέομαι
ὑπερῷον
ὑπερῷος
ὑπέρωρος
ὑπερωρόφιος
ὑπερωτάω
ὑπερώτησις
ὑπεσθίω
ὑπεσταλμένως
ὑπετυμολογέω
ὑπεύδιος
ὑπεύθυνος
ὑπευθυντηρία
ὑπευλαβέομαι
ὑπευνάομαι
ὑπεφηβαρχέω
ὑπέχω
ὑπηέριος
ὑπηθέω
ὑπήκοον
View word page
ὑπετυμολογέω
suggest an etymology

ShortDef

suggest an etymology

Debugging

Headword:
ὑπετυμολογέω
Headword (normalized):
ὑπετυμολογέω
Headword (normalized/stripped):
υπετυμολογεω
IDX:
91415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91416
Key:

Data

{'content': 'suggest an etymology'}