Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρχυσις
ὑπερχωρέω
ὑπέρψυχος
ὑπέρψυχρος
ὑπερψύχω
ὑπερῴα
ὑπερωδυνέω
ὑπερωδυνία
ὑπερώδυνος
ὑπερωέω
ὑπερῴη
ὑπερωϊόθεν
ὑπερωκεάνιος
ὑπερωμία
ὑπερωμίας
ὑπερωνέομαι
ὑπερῷον
ὑπερῷος
ὑπέρωρος
ὑπερωρόφιος
ὑπερωτάω
View word page
ὑπερῴη
the upper part of the mouth, the palate

ShortDef

the upper part of the mouth, the palate

Debugging

Headword:
ὑπερῴη
Headword (normalized):
ὑπερῴη
Headword (normalized/stripped):
υπερωη
IDX:
91401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91402
Key:

Data

{'content': 'the upper part of the mouth, the palate'}