Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερχλίω
ὑπερχολάω
ὑπέρχολος
ὑπέρχομαι
ὑπέρχρεως
ὑπερχρήματος
ὑπερχρονέω
ὑπερχρονίζω
ὑπερχρόνιος
ὑπέρχρονος
ὑπέρχυμα
ὑπέρχυσις
ὑπερχωρέω
ὑπέρψυχος
ὑπέρψυχρος
ὑπερψύχω
ὑπερῴα
ὑπερωδυνέω
ὑπερωδυνία
ὑπερώδυνος
ὑπερωέω
View word page
ὑπέρχυμα
overplus, surplus

ShortDef

overplus, surplus

Debugging

Headword:
ὑπέρχυμα
Headword (normalized):
ὑπέρχυμα
Headword (normalized/stripped):
υπερχυμα
IDX:
91390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91391
Key:

Data

{'content': 'overplus, surplus'}