Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερχειρία
ὑπερχέω
ὑπερχθόνιος
ὑπερχλίω
ὑπερχολάω
ὑπέρχολος
ὑπέρχομαι
ὑπέρχρεως
ὑπερχρήματος
ὑπερχρονέω
ὑπερχρονίζω
ὑπερχρόνιος
ὑπέρχρονος
ὑπέρχυμα
ὑπέρχυσις
ὑπερχωρέω
ὑπέρψυχος
ὑπέρψυχρος
ὑπερψύχω
ὑπερῴα
ὑπερωδυνέω
View word page
ὑπερχρονίζω
to be over the time

ShortDef

to be over the time

Debugging

Headword:
ὑπερχρονίζω
Headword (normalized):
ὑπερχρονίζω
Headword (normalized/stripped):
υπερχρονιζω
IDX:
91387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91388
Key:

Data

{'content': 'to be over the time'}