Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερφροντίζω
ὑπερφροσύνη
ὑπερφρύγιος
ὑπέρφρων
ὑπερφύεια
ὑπερφυής
ὑπερφυΐα
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
ὑπερχαίρω
ὑπερχαλαστικός
ὑπερχαλάω
ὑπερχαρής
ὑπερχειλής
ὑπερχειρία
ὑπερχέω
ὑπερχθόνιος
ὑπερχλίω
ὑπερχολάω
ὑπέρχολος
View word page
ὑπερχαίρω
to rejoice exceedingly at
ShortDef
to rejoice exceedingly at
Debugging
Headword:
ὑπερχαίρω
Headword (normalized):
ὑπερχαίρω
Headword (normalized/stripped):
υπερχαιρω
IDX:
91372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91373
Key:
Data
{'content': 'to rejoice exceedingly at'}