Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερφρονέω
ὑπερφρόνησις
ὑπερφροντίζω
ὑπερφροσύνη
ὑπερφρύγιος
ὑπέρφρων
ὑπερφύεια
ὑπερφυής
ὑπερφυΐα
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
ὑπερχαίρω
ὑπερχαλαστικός
ὑπερχαλάω
ὑπερχαρής
ὑπερχειλής
ὑπερχειρία
ὑπερχέω
ὑπερχθόνιος
ὑπερχλίω
View word page
ὑπερφυσάομαι
to be inflated excessively
ShortDef
to be inflated excessively
Debugging
Headword:
ὑπερφυσάομαι
Headword (normalized):
ὑπερφυσάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερφυσαομαι
IDX:
91370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91371
Key:
Data
{'content': 'to be inflated excessively'}