Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφρόνησις
ὑπερφροντίζω
ὑπερφροσύνη
ὑπερφρύγιος
ὑπέρφρων
ὑπερφύεια
ὑπερφυής
ὑπερφυΐα
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
ὑπερχαίρω
ὑπερχαλαστικός
ὑπερχαλάω
ὑπερχαρής
ὑπερχειλής
ὑπερχειρία
View word page
ὑπερφυής
overgrown, enormous

ShortDef

overgrown, enormous

Debugging

Headword:
ὑπερφυής
Headword (normalized):
ὑπερφυής
Headword (normalized/stripped):
υπερφυης
IDX:
91367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91368
Key:

Data

{'content': 'overgrown, enormous'}