Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερφλύζω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφρόνησις
ὑπερφροντίζω
ὑπερφροσύνη
ὑπερφρύγιος
ὑπέρφρων
ὑπερφύεια
ὑπερφυής
ὑπερφυΐα
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
ὑπερχαίρω
ὑπερχαλαστικός
ὑπερχαλάω
ὑπερχαρής
ὑπερχειλής
View word page
ὑπερφύεια
magnificence
ShortDef
magnificence
Debugging
Headword:
ὑπερφύεια
Headword (normalized):
ὑπερφύεια
Headword (normalized/stripped):
υπερφυεια
IDX:
91366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91367
Key:
Data
{'content': 'magnificence'}