Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερφλυαρέω
ὑπερφλύζω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφρόνησις
ὑπερφροντίζω
ὑπερφροσύνη
ὑπερφρύγιος
ὑπέρφρων
ὑπερφύεια
ὑπερφυής
ὑπερφυΐα
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
ὑπερχαίρω
ὑπερχαλαστικός
ὑπερχαλάω
ὑπερχαρής
View word page
ὑπέρφρων
over-proud, haughty, disdainful, arrogant

ShortDef

over-proud, haughty, disdainful, arrogant

Debugging

Headword:
ὑπέρφρων
Headword (normalized):
ὑπέρφρων
Headword (normalized/stripped):
υπερφρων
IDX:
91365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91366
Key:

Data

{'content': 'over-proud, haughty, disdainful, arrogant'}