Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερφλεγμαίνω
ὑπερφλέγω
ὑπέρφλοιος
ὑπερφλυαρέω
ὑπερφλύζω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφρόνησις
ὑπερφροντίζω
ὑπερφροσύνη
ὑπερφρύγιος
ὑπέρφρων
ὑπερφύεια
ὑπερφυής
ὑπερφυΐα
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
ὑπερχαίρω
View word page
ὑπερφροντίζω
to be exceedingly concerned
ShortDef
to be exceedingly concerned
Debugging
Headword:
ὑπερφροντίζω
Headword (normalized):
ὑπερφροντίζω
Headword (normalized/stripped):
υπερφροντιζω
IDX:
91362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91363
Key:
Data
{'content': 'to be exceedingly concerned'}